- κληματίδα
- κληματίςvine-branchfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
αγράμπελη — Κοινή ονομασία φυτών του γένους κληματίδα της οικογένειας ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών. Αριθμεί 160 είδη, αειθαλή και φυλλοβόλα, αναρριχώμενα, που απαντώνται σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα αυτοφύονται 7 είδη, από τα οποία δύο (κληματίδα η… … Dictionary of Greek
βέργα — I Αρχαία πόλη της Βισαλτίας (Μακεδονία) στον ποταμό Στρυμόνα, 200 στάδια από την Αμφίπολη. Η B., που υπήρξε γενέτειρα του κωμικού Αντιφάνη, ήταν μέλος της A’ Αθηναϊκής συμμαχίας. Η Β. λεγόταν και Βέργιον. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 910 μ., 147… … Dictionary of Greek
καλαμπελούδα — η κληματίδα, κληματσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + άμπελος + υποκορ. κατάλ. ούδα (πρβλ. κοπελ ούδα, πλεξ ούδα)] … Dictionary of Greek
κληματίς — η (AM κληματίς, ίδος) βλ. κληματίδα … Dictionary of Greek
κληματοειδής — κληματοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κλήμα ή με κληματίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + ειδής*] … Dictionary of Greek
κληματσίδα — και κλεμαξίδα, η (Μ κληματσίδα) κληματόβεργα, κληματίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληματίς με μαλάκωμα τού τ , πριν από ι , πρβλ. ιδρωτίλα > δρωτσίλα] … Dictionary of Greek
κοτσίδα — η 1. πλεξίδα μαλλιών ή κλωστών 2. είδος τρίκλωνου γαϊτανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοττίς «κεφαλή» < κόττος. Για την τροπή τού τ(τ)ι σε τσι (τσιτακισμός) πρβλ. κληματίδα > κληματσίδα, ιδρωτίλα > δρωτσίλα] … Dictionary of Greek
μυρσινοειδής — ές (Α μυρσινοειδής, ές) 1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη 2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδή βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδες αρχ. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek